- ρεσορουφίνη
- η, Νχημ. αζωτούχα τρικυκλική οργανική ένωση, παράγωγο τής φαινοξαζίνης, που παρασκευάζεται κατά την επίδραση νιτρώδους οξέος στη ρεσορκίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. resorufin, < resorcin (βλ. λ. ρεσορκίνη) + λατ. rufus «κόκκινος» + -ίνη].
Dictionary of Greek. 2013.